κακοπρόφερτος

κακοπρόφερτος
-η, -ο
1. αυτός που δεν προφέρεται καλά
2. αυτός που προφέρεται δύσκολα, δυσκολοπρόφερτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* (< επίρρ. κακά) + προφέρω. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Χαρ. Μαγδάνη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κακοπρόφερτος — η, ο αυτός που με δυσκολία προφέρεται: Στα βόρεια ιδιώματα υπάρχουν πολλές λέξεις κακοπρόφερτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”